Για το σκέλος (γ) υιοθετείται κατά κανόνα η απλοποιητική προσέγγιση – επαρκής και προς την
πλευρά της ασφάλειας σε επίπεδο σχεδιασμού – που στηρίζεται στις ακόλουθες τρείς βασικές
παραδοχές:
Μικρές εδαφικές παραμορφώσεις: Η παραδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα να είναι ρεαλιστική
η θεώρηση της ελαστικής συμπεριφοράς του εδάφους. Για το λόγο αυτό προτείνονται πάντα
μεγάλες επιφάνειες έδρασης που οδηγούν σε μείωση των παραμορφώσεων και των τάσεων.
Λεία και αμφίπλευρη επαφή εδάφους – φορέα θεμελίωσης: Η παραδοχή αυτή έχει ως
αποτέλεσμα την αγνόηση αφενός των δυνάμεων τριβής, και αφετέρου των φαινομένων
αποκόλλησης,
Στιγμιαία ανάπτυξη των παραμορφώσεων: Με βάση την παραδοχή αυτή γίνεται η θεώρηση
ότι κατά την επιβολή των φορτίων αναπτύσσεται το σύνολο των μετακινήσεων (αποφυγή
χρήσης μοντέλων για την χρονική μεταβλητότητα της εδαφικής συμπεριφοράς).
Οι παραδοχές αυτές καθιστούν το πρόβλημα της προσομοίωσης του συμπλέγματος
εδάφους-θεμελίωσης γενικώς γραμμικό και επομένως κατάλληλο για επίλυση με straight forward
αναλύσεις. Συμβάλλουν δε, στην αποφυγή πολύπλοκων μη γραμμικών μοντέλων
προσομοίωσης της αλληλεπίδρασης τα οποία αν συνδυαστούν με τα (αναγκαία στην πράξη)
μοντέλα μη γραμμικής συμπεριφοράς των δομικών στοιχείων ανωδομής μπορεί να οδηγήσουν
σε ιδιαίτερα σύνθετα μοντέλα εδάφους-κατασκευής που είναι πολύ δύσκολα στο χειρισμό τους.
Από τις τρείς παραπάνω βασικές παραδοχές για την προσομοίωση της αλληλεπίδρασης
εδάφους-θεμελίωσης η πλέον πρόσφορη για άρση είναι η παραδοχή της αμφίπλευρης επαφής
εδάφους-φορέα θεμελίωσης. Σε συνδυασμό με την χρήση του μοντέλου Winkler – όπως θα
αποδειχθεί στα επόμενα κεφάλαια – και απλής επαναληπτικής/θαμιστικής διαδικασίας το ΡΑΦ
επιτυγχάνει την προσομοίωση της μονόπλευρης επαφής εδάφους-στοιχείων θεμελίωσης και έτσι
πραγματοποιεί ένα βήμα προς την ρεαλιστικότερη απόκριση των κατασκευών κυρίως υπό την
επίδραση σεισμικών δυνάμεων.
Στόχο του παρόντος εγχειριδίου αποτελεί η περιγραφή των βασικών αρχών επί των οποίων
στηρίζεται η υλοποίηση που πραγματοποιεί το ΡΑΦ για την προσομοίωση της μονόπλευρης
συμπεριφοράς του εδάφους. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο όρος «μη γραμμική ανάλυση
θεμελίωσης» που όπως παρουσιάστηκε πιο πάνω μπορεί να αφορά διαφορετικές παραμέτρους
του προβλήματος, εστιάζεται εδώ στην μονόπλευρη συμπεριφορά του εδάφους η οποία για την
προσέγγιση της απαιτεί την εφαρμογή μη γραμμικής ανάλυσης.
Ο έλεγχος ενός δομήματος έναντι καθολικής ανατροπής προδιαγράφεται κατ’ αρχήν ως μία
οριακή κατάσταση αστοχίας στο εδάφιο 3.3.(4)A του EN1990 («Ευρωκώδικας – Βάσεις
σχεδιασμού των δομημάτων»). Επομένως αναγνωρίζεται ως μία από τις μορφές αστοχίας έναντι
των οποίων επιβάλλεται η λήψη κατάλληλων μέτρων ασφαλείας. Σύμφωνα με το κείμενο του
“Designer’s Guide to EN1990/Eurocode: Basis of structural design” ο έλεγχος έναντι καθολικής
ανατροπής ανήκει στην τριάδα των ακόλουθων ελέγχων στατικής ισορροπίας: (α) Ανατροπή, (β)
Ανασήκωση (uplift), (γ) Ολίσθηση.